τετρακότϋλος

τετρακότϋλος
τετρᾰκότϋλ-ος, ον,
A holding four

κοτύλαι, κύλιξ Hp.Int.28

, Theophil. 2, cf. Alex.176, PSI5.535.7 (iii B.C.), Inscr.Délos 1429 Bi 54 (ii B.C.), 1432 Ab ii 28 (ii B.C.):—also [suff] τετρᾰκοτϋλ-ιαῖος, α, ον

, πλῆθος S.E.P.3.94

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τετρακότυλος — ον, Α αυτός που μπορεί να χωρέσει τέσσερεις κοτύλες («τετρακότυλος κύλιξ», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + κότυλος (< κοτύλη «μικρό αγγείο, μέτρο υγρών»), πρβλ. πεντα κότυλος] …   Dictionary of Greek

  • τετρακότυλον — τετρακότυλος holding four masc/fem acc sg τετρακότυλος holding four neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετρακοτυλιαίος — αία, ον, Α τετρακότυλος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρακότυλος + κατάλ. ιαῖος*] …   Dictionary of Greek

  • τετρ(α)- — ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πετρα και θεσσαλ. τ. πετρο , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο αριθμητικό τέσσερεις (για τη μορφή βλ. λ. τέσσερεις) και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”